- Πέρσει
- Πέρσεϊ , Πέρσευςmasc dat sg (epic)Πέρσευςmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Περσέι — Περσέϊ , Περσεύς a fish masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέρσει — πέρθω waste aor subj act 3rd sg (epic) πέρθω waste fut ind mid 2nd sg πέρθω waste fut ind act 3rd sg πέρσις sacking fem nom/voc/acc dual (attic epic) πέρσεϊ , πέρσις sacking fem dat sg (epic) πέρσις sacking fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περσεῖ — Περσεύς a fish masc dat sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περσεῖ — πέρθω waste fut ind mid 2nd sg (doric) πέρθω waste fut ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έπειμι — (I) ἔπειμι (Α) [ειμί] 1. είμαι, βρίσκομαι πάνω από κάποιον («κάρη ὤμοισιν ἐπείη», Ομ. Ιλ.) 2. (για ονόματα) είμαι, υπάρχω πάνω σε κάτι, προσυπάρχω («οὐκ ἔπεστι ἐπωνυμίη Περσέι», Ηρόδ.) 3. (για αμοιβές, ποινές) επακολουθώ («εἰ δ ἔπεστι νέμεσις»,… … Dictionary of Greek
παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… … Dictionary of Greek